- πρωθύστερος
- ος, ο[ν] грам, инверсированный;(σχήμα) πρωθύστερον инверсия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωθύστερος — hindmost foremost masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθύστερος — η, ο / πρωθύστερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται 2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο» (ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή… … Dictionary of Greek
πρωθύστερος — η, ο 1. αυτός που μπαίνει πρώτος, ενώ έπρεπε ν ακολουθεί. 2. στη γραμμ. πρωθύστερο σχήμα ή πρωθύστερο, σχήμα λόγου όπου οι λέξεις δεν μπαίνουν στη φυσική τους σειρά, π.χ. Ξεντύθηκε, ξεζώθηκε και στο πηγάδι μπήκε, αντί ξεζώθηκε, ξεντύθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωθυστέρως — πρωθύστερος hindmost foremost adverbial πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθύστερον — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc sg πρωθύστερος hindmost foremost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθυστέρου — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθυστέρους — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθυστέρῳ — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωθύστερα — πρωθύστερος hindmost foremost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
υστερόπρωτος — ον, Α 1. πρωθύστερος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υστερόπρωτο. επίρρ... ὑστεροπρώτως Α κατά πρωθύστερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πρῶτος] … Dictionary of Greek